ῥιζώσει

ῥιζώσει
ῥίζωσις
taking root
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ῥιζώσεϊ , ῥίζωσις
taking root
fem dat sg (epic)
ῥίζωσις
taking root
fem dat sg (attic ionic)
ῥιζόω
cause to strike root
aor subj act 3rd sg (epic)
ῥιζόω
cause to strike root
fut ind mid 2nd sg
ῥιζόω
cause to strike root
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρρίζωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει βγάλει ρίζες 2. εκείνος που δεν έχει ριζώσει, δεν έχει στεριώσει κάπου («Κ ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν / κι αρρίζωτοι ψευτορριζώσαν», Κ. Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • καταρριζώ — καταρριζῶ, όω (Α) 1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά 2. στερεώνω 3. παθ. καταρριζοῡμαι, όομαι α) αποκτώ ρίζες β) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης») …   Dictionary of Greek

  • προενριζώ — όω, Α κάνω να ριζώσει προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνριζῶ «εμφυτεύω»] …   Dictionary of Greek

  • Άττις — Θεός των Φρυγών και των Λυδών, o οποίος συνδέεται στενά με τον μύθο και τη λατρεία της Κυβέλης. Γράφεται και Άττης. Η μητέρα του τον γέννησε, αφού έφαγε τον καρπό μιας αμυγδαλιάς, που είχε φυτρώσει από τα γεννητικά όργανα που απέκοψαν οι θεοί από …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • βαθιοριζωμένος — η, ο αυτός που έχει ριζώσει βαθιά: Ο θεσμός της οικογένειας είναι βαθιοριζωμένος στη χώρα μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ριζώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ως αμτβ., βγάζω ρίζες, πιάνω: Ρίζωσε για καλά η συκιά πάνω στο βράχο. 2. σπν. ως μτβ., κάνω κάτι να ριζώσει, θεμελιώνω στερεά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”